- μυριάμφορος
- μυριάμφορος, -ον (Α)μτφ. αυτός που χωρά μυρίους, δέκα χιλιάδες αμφορείς ή που είναι ισοδύναμος με δέκα χιλιάδες αμφορείς (α. «πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον», Αριστοφ.β. «μυριάμφορονμυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. Σούδα).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + ἀμφορεύς (πρβλ. δεκ-άμφορος, τετρ-άμφορος].
Dictionary of Greek. 2013.